συγκροταλίζω

συγκροταλίζω
Μ
χτυπώ δύο πράγματα το ένα με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κροταλίζω «παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα, κρούω κάτι» (< κρόταλον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”